-
1 μοῖρα
A part, opp. whole, τριτάτη μ. [νυκτός] Il.10.253; [ἐσθλῶν] τριτάτην.. μ. Od.4.97
;μενέτω τριτάτῃ ἐνὶ μ. Il.15.195
.2 portion of land, of a country, etc., ;μ. πατρῴας γῆς διαιρετόν S.Tr. 163
;ἡ Περσέων μ. Hdt.1.75
; [ἐς] δυώδεκα μοίρας δασάμενοιΑἴγυπτον Id.2.147
; .4 political party,τὸν δῆμον πρὸς τὴν ἑωυτοῦ μ. προσεθήκατο Hdt.5.69
;τριῶν δὲ μ. ἡ 'ν μέσῳ σῴζει πόλεις E.Supp. 244
.5 degree, in the astron. and geog. sense, Hipparch.1.7.11, Gem.1.6, Cleom.2.5, etc.: division of the zodiac, Arat.716, cf. 560 (pl.), Procl.Hyp.3.52.II lot, portion or share which falls to one, esp. in the distribution of booty,ἴση μ. Il.9.318
;μ. καὶ γέρας ἐσθλὸν ἔχων Od.11.534
; of a meal,μοίρας ἔνεμον 8.470
, cf. 14.448, etc.;μ. ἔχειν γαίης Hes.Th. 413
; (hex.); τὴν τοῦ πατρὸς μοῖραν λαγχάνειν one's inheritance, patrimony, Lexap.D.43.51, cf. AP11.382.22 (Agath.).2 generally, part, lot, οὐδ' αἰδοῦς μ. ἔχουσιν have no part in shame, Od.20.171;εὐθυμίης μείζω μ. μεθέξει Democr.258
, cf. 263;ἐν παντὶ παντὸς μ. ἔνεστι Anaxag.11
, cf. 6;μ. ἔχειν ἀχέων A.Th. 945
(lyr.);μ. Ἀφροδίτας Id.Supp. 1041
(lyr.); ἔχουσι μ. οὐκ εὐπέμπελον an office, Id.Eu. 476; τέσσαρας μ. ἔχον ἐμοί filling the place of four relations to me, Id.Ch. 238;μ. ἡδονῆς πορεῖν Id.Pr. 631
; κατὰ τὴν ἰδίαν ἑκάστου μ., pro virili parte, Lycurg.64;οὐκ ἐλαχίστην συμβάλλεσθαι μ. πρός τι Plu.2.9f
, cf. Arist.Ath.19.4III one's portion in life, lot, destiny, , etc.;μ. βροτῶν A.Eu. 105
; mostly of ill fortune, but also of good, e. g. opp. ἀμμορίη, Od.20.76;ἡ πεπρωμένη μ. Hdt.1.91
;ἐξιστορῆσαι μ. A.Th. 506
, cf. Ag. 1314, etc.; μ. (sc. ἐστι) c. inf., 'tis one's fate,οὐ γάρ τοι πρὶν μ. φίλους ἰδέειν Od.4.475
;οὐ γάρ πώ τοι μ. θανεῖν Il.7.52
, cf. 15.117: c. acc. et inf.,εἰ μ... δαμῆναι πάντας ὁμῶς 17.421
, cf. 16.434;ἔσχε μοῖρ' Ἀχιλλέα θανεῖν S.Ph. 331
;ὡς αὐτὸν ἥξοι μ. πρὸς παιδὸς θανεῖν Id.OT 713
; εἴ μοι ξυνείη φέροντι μοῖρα ib. 863 (lyr.); μ. βιότοιο one's portion or measure of life, Il.4.170 (as v. l. for πότμον) ; ὑπὲρ μοῖραν (v. μόρος) Il.20.336; ἀγαθᾷ μοίρᾳ by good luck, E. Ion 153 (lyr.); θείᾳ μοίρᾳ by divine providence, X.Mem.2.3.18;κατά τινα θείαν μ. Arist.EN 1099b10
, cf. Pl. Men. 99e, Ap. 33c; opp.παρὰ μοῖραν Δίος Alc.Supp.14.10
.2 like μόρος, man's appointed doom, i.e. death, Il.6.488, Od.11.560; in full,θάνατος καὶ μ. Il.17.672
, etc.;μ. ὀλοή.. θανάτοιο Od.2.100
;θανάτου μ. A.Pers. 917
, Ag. 1462 (both anap.); πρὸ μοίρας before the appointed time, S.Fr. 686, Isoc.11.8;ἐξέπλησε μ. τὴν ἑωυτοῦ Hdt.4.164
,3.142, cf. 1.91; τῇ σεωυτοῦ μ. περίεις ib. 121; also, the cause of death, Od. 21.24.IV that which is meet and right, in Hom. mostly in phrase κατὰ μοῖραν in order, rightly, Il.16.367;κατὰ μ. ἔειπες 1.286
, al.;ἐν μοίρῃ πάντα διίκεο 19.186
, cf. Od.22.54, Pl.Lg. 775c, 958d; opp.παρὰ μοῖραν Od.14.509
; ἔχει μ. it is meet and right, E.Hipp. 988.2 respect, esteem,οὐκ ἔστιν ὅτῳ μείζονα μ. νείμαιμ' ἤ σοι A.Pr. 294
(anap.), cf. S.Tr. 1239; ἐν οὐδεμιῇ μοίρῃ μεγάλῃ ἄγειν τινά hold one in no great respect, Hdt.2.172;ἐν μείζονι μ. εἶναι Pl.Cri. 51b
;ἀτιμοτάτῃ ἐνὶ μ. Theoc.14.49
;μεγάλην μ. καὶ τιμὴν ἔχει Pl.Cra. 398b
; ; is prob. corrupt.V c. gen. almost periphr., ἐν τῇ τοῦ ἀγαθοῦ μοίρᾳ ἐκεῖνό ἐστι is a good, of the order of the good, Pl.Phlb. 54c; ἄγειν ἢ φέρειν ἐν πολεμίου μ. as if an enemy, D.23.61; νόστοιο μ. for νόστος, Pi.P.4.196; ὡς ἐν παιδιᾶς μοίρᾳ playfully, Pl.Lg. 656b;ὡς ἐν φαρμάκου μ. Plu.2.6e
;ὥσπερ ἐν προσθήκης μ. Luc.Zeux.2
; μέτοχος εἶναι τῆς τοῦ ἀγαθοῦ μοίρας, i. e. τοῦ ἀγαθοῦ, Pl.Phlb. 60b;ἡ φιλοσόφου μ. Id.Ep. 329b
;ἡ τελειότης τἀγαθοῦ μ. τίς ἐστιν Procl.Inst.25
; θείας μ. μετέχειν, i. e. τοῦ θείου, Pl.Prt. 322a, cf. Phdr. 230a; τὸ ἐμπλήκτως ὀξὺ ἀνδρὸς μοίρᾳ προσετέθη was accounted manly, Th.3.82.B [full] Μοῖρα, as pr. n., the goddess of fate, Hom. always (exc. Il. 24.49) in sg., Il.24.209, al., cf. Orph.Fr.33, etc.: three first in Hes. Th. 905, etc.; as the goddess of death, Il.4.517, 18.119: generally of evil, 5.613; ἐγὼ δ' οὐκ αἴτιός εἰμι ἀλλὰ Ζεὺς καὶ M.καὶ ἠεροφοῖτις Ἐρινύς 19.87
: with epithets, M. κραταιή, ὀλοή, 5.629, 21.83;κακή 13.602
;δυσώνυμος 12.116
:—Trag. use sts. sg., A.Ag. 130, Ch. 910, etc.: sts. pl., Id.Pr. 516, 895, Ch. 306, etc.; of the Furies, Id.Eu. 172: later as objects of worship, SIG1044.8 (Halic., iv/iii B. C.).—In the phrasesθεοῦ μ. Od.11.292
,μ. θεῶν 3.269
, μοῖρα is Appellat., = destiny. -
2 κραταιός
A strong, mighty,μοῖρα κραταιή Il.16.334
, etc.; of men, Od.15.242, 18.382, Pi.N.4.25, B.17.18; of a lion,κραταιοῦ θηρὸς ὑφ' ὁρμῆς Il.11.119
;ἔγχος Pi.P.6.34
; κ. ἔπος word of power, ib.2.81;σθένος κ. A.Pr. 428
(lyr.);κ. μετὰ χερσίν S.Ph. 1110
(lyr.);κραταιᾶς χειρός E. HF 964
;κραταιῷ.. βραχίονι Trag.Adesp.416
;ἔχει χεῖρα κραταιάν Cratin.Jun.8.4
(hex.);χεῖρα κραταιοτέρην AP11.324
(Autom.); fierce, κ. καύματος ὥρᾳ Poet. ap. Callistr. ap.Ath.3.125c: freq. in later Prose, κ. λίθος hard stone, Ph.Bel.80.22, Supp.Epigr.2.829 (Damascus, iii A. D.); ἐν χειρὶ κ. with a mighty hand, LXX Ex.13.3, al.;κ. ἀγών Plb.2.69.8
;τόξα κ. Plu.Crass.24
;ἐπὶ τὸ κ. Luc.Anach.28
: [comp] Comp., Ph.1.14: [comp] Sup., Id.2.383; esp. in magical and mystical writings,ἐν φωτὶ κ. καὶ ἀφθάρτῳ PMag.Lond. 121.563
; θεοὶ κ. ib.422; οἱ κ. the Mighty Ones, lamb.Myst.8.4, Dam. Pr. 351: Astrol., κ. ἡγεμόνες, divinities presiding over certain periods of the month, Porph. ap. Eus.PE3.4; ἀστέρες, ζῴδιον, Cat.Cod.Astr. 8(4).227; also ὁ κ. [μηνὸς Φαρμοῦθι] POxy. 465 i 12 (ii A. D.): c. gen., ruling over, PMag. Leid.V.7.8
; ὁ μέγιστος κ. θεὸς Σοκνοπαῖος Wilcken Chr.122.1 (i A. D.). Adv. -ῶς LXX Jd.8.1, Ph.1.276, Pap.in Arch.f.Religionswiss.18.259 (iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραταιός
См. также в других словарях:
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek
κραταιός — ή, ό, θηλ. και ά (AM κραταιός, ά, όν, Α θηλ. και ή) 1. αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος (α. «κραταιή δυναστεία» β. «κραταιά αυτοκρατορία» γ. «θάνατος και μοῑρα κραταιή», Ομ. Ιλ. δ. «Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε», Πίνδ.… … Dictionary of Greek
СУДЬБА — СУДЬБА (ειμαρμένη, fatum), понятие, выражающее зависимость от обстоятельств или высших сил. Нормативный греч. термин ειμαρμένη происходит от глагола μείρομαι («получать по жребию», «получать в удел»); того же корня μέρος, μοίρα, μόρος имеющие … Античная философия
Мойры — (Μοϊραι) греч. богини судьбы. Раннее религиозное мировоззрение обозначило этим именем верховный закон природы, указывая на богов, как на его исполнителей; наряду с выражением Διός αισα часто встречается выражение μοϊρα θεων. Из этого… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Мойры — Триумф смерти. Три мойры. Фландрский гобелен (около 1510 1520). Музей Виктории и Альберта … Википедия
Клото — Мойры Иль Содома. Три мойры. Ок. 1525. Национальная галерея старинного искусства Палаццо Барберини. Рим Мойры (греч. Μοϊραι от др. греч … Википедия
Лазехис — Мойры Иль Содома. Три мойры. Ок. 1525. Национальная галерея старинного искусства Палаццо Барберини. Рим Мойры (греч. Μοϊραι от др. греч … Википедия
Лахеза — Мойры Иль Содома. Три мойры. Ок. 1525. Национальная галерея старинного искусства Палаццо Барберини. Рим Мойры (греч. Μοϊραι от др. греч … Википедия
Лахезис — Мойры Иль Содома. Три мойры. Ок. 1525. Национальная галерея старинного искусства Палаццо Барберини. Рим Мойры (греч. Μοϊραι от др. греч … Википедия
Лахесис — Мойры Иль Содома. Три мойры. Ок. 1525. Национальная галерея старинного искусства Палаццо Барберини. Рим Мойры (греч. Μοϊραι от др. греч … Википедия
παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… … Dictionary of Greek